- λάδανο
- το (AM λάδανον, Α και λήδανον)βλ. λαύδανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… … Dictionary of Greek
λαδανίτσιν — λαδανίτσιν, τὸ (Μ) υποκορ. τού λάδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδανον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρασ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
λαδανιά — η [λάδανο] βοτ. κοινή ονομασία τών πέντε ελληνικών ειδών τού γένους κίστος … Dictionary of Greek